- ἀλαπάξει
- ἀλαπάζωemptyaor subj act 3rd sg (epic)ἀλαπάζωemptyfut ind mid 2nd sgἀλαπάζωemptyfut ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.